datos | |
commun. IT | στοιχείο δεδομένου; στοιχείο δεδομένων |
comp., MS | δεδομένα |
construct. | Πληρoφoριώv; πληρoφoρίες ασφάλειας |
de origen | |
el. | εκπηγάζουσα |
| |||
στοιχείο δεδομένου; στοιχείο δεδομένων | |||
δεδομένα | |||
Πληρoφoριώv; πληρoφoρίες ασφάλειας | |||
στοιχεία | |||
Spanish thesaurus | |||
| |||
defensa atómica |
datos de origen : 1 phrase in 1 subject |
Microsoft | 1 |