cuello estanco | |
transp. | διάταξη εγκάρσια της ατράκτου; διάταξη στεγανής διόδου |
a | |
comp., MS | μέσος |
prueba | |
econ. | απόδειξη |
environ. | δοκιμασία; δοκιμή; έλεγχος |
hobby commun. | διαφημιστικό γραμματόσημο |
law | στοιχείο |
mater.sc. | δοκιμασία συσκευασίας |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
vacíos | |
industr. construct. | κενά |
| |||
διάταξη εγκάρσια της ατράκτου; διάταξη στεγανής διόδου |
cuello estanco a prueba : 1 phrase in 1 subject |
Transport | 1 |