DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
cuchilla en L
agric. πτερύγιο; καμπυλωτό μαχαίρι
agric., mech.eng. τριγωνική λεπίδα; λεπίδα σχήματος L; λυγισμένη λεπίδα