DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
cuchilla f
gen. μεταλλικό μέρος πλάνης
agric. μαχαίρι; σπάθα; μαχαίρι αρότρου
construct. μηχανή ισοπέδωσης; επιπεδωτήρ; ισοπεδωτής
industr., construct., chem. κόπτης
mech.eng. μαχαιρίδιον,λάμα
tech. μαχαιρίδιο
wood. μαχαιρίδιον,μαχαίριον
cuchillas f
agric., industr. μαχαίρι κοπής
forestr. λεπίδα; μαχαίρι
cuchilla
: 250 phrases in 17 subjects
Agriculture113
Chemistry13
Communications3
Electronics2
Forestry7
General2
Health care1
Industry33
Materials science4
Mechanic engineering31
Medical1
Metallurgy1
Municipal planning2
Natural sciences2
Technology12
Transport22
Wood processing1