DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
cuasicapital adj.
gen. oιovεί κεφάλαιo
fin. οιονεί ίδια κεφάλαια
market. ίδια κεφάλαια και μακροπρόθεσμο χρέος
cuasicapital
: 8 phrases in 1 subject
Finances8