dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
Capacidad | |
comp., MS | Δυνατότητα |
capacidad | |
chem. met. | χωρητικότητα σε αέριο |
comp., MS | χωρητικότητα |
el. | ηλεκτρική χωρητικότητα |
IT tech. | χωρητικότητα μνήμης |
IT transp. | ικανότητα |
law | εξουσιοδότηση |
transp. | μεταφορική ικανότητα; παροχή κορεσμού |