cotizaciones | |
fin. | εισφορές |
cotización | |
comp., MS | προσφορά |
fin. | καθορισμός τιμής; συναλλαγματική ισοτιμία; τιμή συναλλάγματος; προσφορά τιμής; προσφορά τιμής χρηματοπιστωτικού μέσου |
sec.sys. lab.law. | κοινωνική ασφαλιστική εισφορά; ασφαλιστική εισφορά |
a | |
comp., MS | μέσος |
la seguridad social | |
gen. | η κοινωνική ασφάλιση |
cotización a la : 1 phrase in 1 subject |
Finances | 1 |