DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
noun | verb | adjective | to phrases
corta f
forestr. ρίψη δέντρων; ρίψη; κοπή
corte v
gen. αποσύνδεση; διακοπή
agric. χορτοκοπή; κοπή χόρτων; χάραξη της πρώτης αυλακιάς
anim.husb., food.ind. τεμάχιο
commun. διαγραφή προγράμματος
el. αποσύνδεση τροφοδοσίας; τρήμα
forestr., industr., construct. διάτμησις
industr. τεμαχισμός; τόρνευση
industr., construct. κοπή; επάνω μέρος υποδήματος; τσίμπημα; αποκοπή; κοπή σε φύλλα; κοπή κατ'εγκάρσια διεύθυνση
industr., construct., met. ανακοπή κομματιών μέχρι το ζητούμενο βάρος; πριόνισμα
IT, dat.proc. περιδιευθετημένο μέρος
mech.eng. ακμή; κόψη; παύση
met. κόψιμο; κοπή οξυγόνου
stat., scient., el. διακοπή προγράμματος
transp. διακοπή τροφοδοσίας; σύνθεση που κάνει καμπύλες
cortar v
agric. τεμαχίζω
commun. ξακρίζω; ψαλιδίζω τα περιθώρια βιβλίου
comp., MS αποκοπή
health. αποκόπτω
industr., construct. σχηματίζω γενειάδα
met. αφαιρώ διά της κοπής
social.sc. κόβω
corto adj.
agric., industr., construct. ξυλεία κωνοφόρων μικρού μήκους
mater.sc., chem. λιγνό; ψιλό
cortas
: 922 phrases in 49 subjects
Accounting3
Agriculture122
Animal husbandry1
Banking1
Chemistry16
Coal3
Communications54
Construction2
Criminal law1
Earth sciences25
Economy20
Electronics90
Environment8
Finances45
Fish farming pisciculture9
Food industry5
Forestry33
General20
Health care9
Hobbies and pastimes1
Immigration and citizenship7
Industry112
Information technology22
Insurance3
International law3
Labor law2
Law20
Leather2
Life sciences9
Marketing3
Materials science8
Mathematics1
Mechanic engineering11
Medical24
Metallurgy122
Microsoft5
Natural resourses and wildlife conservation1
Natural sciences20
Nuclear physics1
Obsolete / dated6
Physical sciences1
Politics1
Scientific2
Social science3
Statistics3
Technology8
Textile industry3
Transport50
Wood processing1