DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
noun | verb | adjective | to phrases
cortado m
forestr. απαρύφωτος; μη γωνιοτομημένο ξύλο; κακοπελέκητο ξύλο
corte v
gen. αποσύνδεση; διακοπή
agric. χορτοκοπή; κοπή χόρτων; χάραξη της πρώτης αυλακιάς
anim.husb., food.ind. τεμάχιο
commun. διαγραφή προγράμματος
el. αποσύνδεση τροφοδοσίας; τρήμα
forestr., industr., construct. διάτμησις
industr. τεμαχισμός; τόρνευση
industr., construct. κοπή; επάνω μέρος υποδήματος; τσίμπημα; αποκοπή; κοπή σε φύλλα; κοπή κατ'εγκάρσια διεύθυνση
industr., construct., met. ανακοπή κομματιών μέχρι το ζητούμενο βάρος; πριόνισμα
IT, dat.proc. περιδιευθετημένο μέρος
mech.eng. ακμή; κόψη; παύση
met. κόψιμο; κοπή οξυγόνου
stat., scient., el. διακοπή προγράμματος
transp. διακοπή τροφοδοσίας; σύνθεση που κάνει καμπύλες
cortar v
agric. τεμαχίζω
commun. ξακρίζω; ψαλιδίζω τα περιθώρια βιβλίου
comp., MS αποκοπή
health. αποκόπτω
industr., construct. σχηματίζω γενειάδα
met. αφαιρώ διά της κοπής
social.sc. κόβω
cortado adj.
agric. υλοτομία/κοπή
earth.sc., el. διακοπή
environ. υλοτομία; κοπή (δασοκομία); υλοτομία/κοπή δασοκομία
industr., construct. εγκάρσια κοπή
life.sc. χάραξη; χάραξη επίστρωσης
med. τεμαχισμένος
cortado
: 552 phrases in 36 subjects
Agriculture59
Animal husbandry1
Chemistry15
Coal2
Communications21
Construction5
Earth sciences17
Economy2
Education2
Electronics53
Environment3
Finances4
Fish farming pisciculture9
Food industry4
Forestry2
General3
Health care3
Hobbies and pastimes1
Industry127
Information technology18
Law3
Leather2
Life sciences4
Marketing1
Materials science8
Mechanic engineering11
Medical7
Metallurgy122
Natural sciences9
Politics1
Scientific2
Social science2
Technology4
Textile industry4
Transport20
Wood processing1