DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
corriente f
chem. εκπλένω ταχέως
earth.sc., construct. διερχομένη ποσότης,παροχή,απορροή
earth.sc., mech.eng. ροή
life.sc. υδατόρρευμα,ποταμός,ρεύμα,ροή,υδατίνη δέσμη
phys.sc., el. ρεύμα; ένταση ρεύματος
transp. κατευθυνόμενον ρεύμα
corriente adjetivo f
fin. εμπορεύσιμο
corriente de arco a
: 1 phrase in 1 subject
Electronics1