Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Spanish
⇄
Greek
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
corrección del
|
muestreo
muestrear
math.
δείγμα
stat. agric.
δειγματοληπτώ,λαμβάνω δείγματα
muestreo
econ.
δειγματοληψία
econ. account.
δειγματoληψία
;
ελεγκτική δειγματοληψία
stat.
δειγματοληψία' επιλογή δείγματος
finito
- only individual words found
Get short URL
|
Language Selection Tips