DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
coronado v
industr., construct., met. δακτύλιος ελέγχου τάσεως
corona v
agric. δεύτερη φάλαγγα; στεφάνη
agric., industr. επίπεδο φυλλώματος; χέρι συλλογής
coal. καπέλο
cultur. στεφάνι
el. άλως; ηλεκτρική απορροή
industr., construct. κορώνα; πλακούντας; στεφανοτρύπανο; κορυφή; καπέλλο
industr., construct., met. γυάλινος δίσκος
mech.eng. οδοντωτή στεφάνη; στεφάνη οδοντωτού τροχού
mech.eng., construct. στεφάνη με αδάμαντας
med. στεφάνη δοντιού (corona dentis)
tech., industr., construct. κέικ
tech., met. κύρτωση
transp. πλάτος καταστρώματος; στέμμα; υπόβαση γραμμής
transp., construct. κύρτωμα στέψεως αναχώματος
transp., industr., construct. κορόνα
coronar v
agric. άρπαγμα των κορυφών; κάψιμο των κορυφών
coronado
: 100 phrase in 18 subjects
Agriculture9
Chemistry2
Coal2
Earth sciences5
Economy1
Electronics4
Environment1
Finances3
Industry4
Life sciences3
Materials science2
Mechanic engineering27
Medical15
Municipal planning1
Natural resourses and wildlife conservation3
Natural sciences9
Technology2
Transport7