convenio | |
gen. | Σύμβαση |
environ. | σύμβαση; συνέδριο; κανόνας κοινού δικαίου; σύμβαση/συνέδριο |
law | διευθέτηση; διακανονισμός |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
Contenido | |
comp., MS | Περιεχόμενο |
| |||
Σύμβαση | |||
σύμβαση; συνέδριο m; κανόνας κοινού δικαίου; σύμβαση/συνέδριο | |||
διευθέτηση; διακανονισμός m | |||
συμφωνία; σύμφωνο m |
convenio de : 1085 phrases in 49 subjects |