control | |
gen. | συστηματική παρακολούθηση,συνεχής παρακολούθηση; συνεχής παρατήρηση,συνεχής επαγρύπνιση,συνεχής παρακολούθηση |
comp., MS | δείκτης κύλισης |
environ. | έλεγχος/ρύθμιση/χειρισμός/χειριστήριο/επαλήθευση |
forestr. | σύστημα διεύθυνσης |
IT | επαλήθευση |
law | διαδικασία ελέγχου με κτύπημα κάρτας |
mater.sc. | παρακολούθηση |
math. | έλεγχος |
síncrono | |
scient. el. | σύγχρονο |
enlace | |
transp. mil., grnd.forc. mech.eng. | ζεύξις |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
datos | |
forestr. | στοιχεία |
control síncrono del enlace : 3 phrases in 1 subject |
Communications | 3 |