control | |
gen. | συστηματική παρακολούθηση,συνεχής παρακολούθηση; συνεχής παρατήρηση,συνεχής επαγρύπνιση,συνεχής παρακολούθηση |
comp., MS | δείκτης κύλισης |
environ. | έλεγχος/ρύθμιση/χειρισμός/χειριστήριο/επαλήθευση |
forestr. | σύστημα διεύθυνσης |
IT | επαλήθευση |
law | διαδικασία ελέγχου με κτύπημα κάρτας |
mater.sc. | παρακολούθηση |
math. | έλεγχος |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
cuenta | |
econ. | λογαριασμός |
control de cuentas : 6 phrases in 4 subjects |
Business | 1 |
Finances | 2 |
General | 1 |
Law | 2 |