DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
contrato m
gen. συμβόλαιο
law διακανονισμός
contratos m
environ. σύμβαση; συμβόλαιο; συμφωνητικό
contrato v
econ. σύμβαση
gov. σύμβαση πρόσληψης
law διευθέτηση
law, lab.law. επιστολή πρόσληψης
contrata v
busin., labor.org., corp.gov. ανάθεση δραστηριοτήτων σε τρίτους; εξωπορισμός; εξωτερική ανάθεση
law, lab.law. σύμβαση πρόσληψης
market. δέσμευση
contratado v
law έκτακτο προσωπικό δημοσίου; έκτακτος δημοσίου
law, lab.law. μισθωτός δημοσίου; ο απασχολούμενος με σύμβαση στο Δημόσιο
contratar v
gen. προσλαμβάνω με σύμβαση
law, econ. προσλαμβάνω
law, lab.law. απασχολώ έναντι ανταλλάγματος
 Spanish thesaurus
contrato m
law Un acuerdo entre dos o más personas para hacer o no hacer algo en particular; un acuerdo entre dos o más personas que crea, cambia o termina una relación legal
contrato de
: 232 phrases in 21 subjects
Commerce2
Communications3
Economy5
Energy industry2
Finances56
Forestry1
General45
Government, administration and public services1
Information technology2
Insurance7
Labor law2
Law71
Marketing10
Materials science1
Microsoft7
Politics2
Procedural law2
Social science1
Taxes1
Transport8
United Nations3