DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
contratista m
gen. γενικός ανάδοχος; επίσημος ανάδοχος; εντολέας
construct. εργολήπτης; εργολάβος οικοδομών
econ. εργολάβος
fin. συμβαλλόμενος
law, econ. εργοδότης
polit., construct. ανάδοχος του έργου
contratista
: 21 phrases in 7 subjects
Agriculture1
Construction5
Finances5
General5
Insurance1
Law2
Natural sciences2