DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
consejero m
gen. σύμβουλος; σύμβουλος της ΕΟΚΕ
fin., econ. Eκτελεστικός Διευθυντής; διευθύνων σύμβουλος; εντεταλμένος σύμβουλος
consejeroencargado de problemas de prensa e información científica y técnica m
gen. σύμβουλος επιφορτισμένος με τον τύπο και την επιστημονική και τεχνική πληροφόρηση
consejero de
: 13 phrases in 5 subjects
Communications1
Finances3
General7
Labor law1
Social science1