consejero | |
gen. | σύμβουλος; σύμβουλος επιφορτισμένος με τον τύπο και την επιστημονική και τεχνική πληροφόρηση; σύμβουλος |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
logística | |
gen. | επιμελητεία |
forestr. | εφοδιαστική αλυσίδα |
| |||
σύμβουλος; σύμβουλος της ΕΟΚΕ | |||
Eκτελεστικός Διευθυντής; διευθύνων σύμβουλος; εντεταλμένος σύμβουλος | |||
| |||
σύμβουλος επιφορτισμένος με τον τύπο και την επιστημονική και τεχνική πληροφόρηση |
consejero de : 13 phrases in 5 subjects |
Communications | 1 |
Finances | 3 |
General | 7 |
Labor law | 1 |
Social science | 1 |