DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
consérvese
 conserva
agric. κονσερβοποίηση
med. ζαχαρόπηκτο
 conservar
med. διατηρώ; κονσερβοποιώ
met. mech.eng. αντισκωριώνω; αποσκωριώνω με οξύ
el | recipiente
 recipiente
el. κουτί; κυτίο
| en
 en
IT dat.proc. εν
| lugar
 Lugares
comp., MS Περιοχές
| fresco
 fresco
chem. νωπογραφία
y | bien
 bien
comp., MS περιουσιακό στοιχείο, πάγιο
| ventilado
 ventilar
mun.plan. mech.eng. εξαερίζω
y manténgase | bien
 bien
comp., MS περιουσιακό στοιχείο, πάγιο
| cerrado
 Cerrar
comp., MS Κλείσιμο
- only individual words found

to phrases
conservar v
med. διατηρώ; κονσερβοποιώ
met., mech.eng. αντισκωριώνω; αποσκωριώνω με οξύ
conservas v
environ. διατήρηση; κονσερβοποίηση; διατήρηση/κονσερβοποίηση
conserva v
agric. κονσερβοποίηση
med. ζαχαρόπηκτο
consérvese
: 52 phrases in 9 subjects
Chemistry2
Economics1
Finances1
General43
Labor law1
Law1
Medical1
Natural sciences1
Transport1