conmutador | |
gen. | κομμυτατέρ; συλλέκτης,μεταγωγός,διακόπτης αναστροφής |
commun. | διακόπτης; διατροπέας; μεταγωγέας |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
control | |
math. | έλεγχος |
conmutador de control : 1 phrase in 1 subject |
Information technology | 1 |