conflicto | |
commun. | έμφραξη; έριδα για χρήση; ανταγωνισμός |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
leyes | |
environ. | ατομικές διοικητικές πράξεις |
| |||
έμφραξη; έριδα για χρήση | |||
| |||
ανταγωνισμός | |||
σύγκρουση; διαμάχη; σύγκρουση/διαμάχη |
conflicto interpersonal : 1 phrase in 1 subject |
Private international law | 1 |