DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
conferencia f
gen. συνδιάσκεψη
conferencia v
commun. συνδιάλεξη; συνομιλία
comp., MS διάσκεψη
ed. διάλεξη
law συνεδρίαση
conferenciar v
law συσκέπτομαι με κάποιον πάνω σ'ένα θέμα
Conferencia v
comp., MS Διάσκεψη
conferencia de Bergen sobre
: 1 phrase in 1 subject
Environment1