DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
conducto m
agric. θυρίδα καθόδου του σπόρου
el. θωρακισμένος αγωγός
life.sc., el. σωλήνωση
mech.eng. αεραγωγός; γραμμή αέρα; σωλήνας αέρα; σωλήνας
mech.eng., construct. σωλήνας ηλεκτρικών αγωγών
mun.plan., earth.sc. αγωγός
conductos m
earth.sc., mech.eng. δίαυλος ροής
conducto de salida del
: 3 phrases in 2 subjects
Mechanic engineering1
Transport2