DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
condición f
comp., MS συνθήκη; κατάσταση
IT, dat.proc. τμήμα υπόθεσης; αριστερό τμήμα; προηγούμενος
law προϋπόθεση; έννομη θέση; νομική θέση; σχέσεις; γεγονότα; περιστάσεις; περιστατικά; συνθήκες
med. κατάστασις; συγκινησιακή κατάστασις
condiciones f
law γεγονότα; περιστάσεις; περιστατικά
condición de las mercancías f
forestr. κατάσταση αγαθών
condiciones v
comp., MS συνθήκες
law σχέσεις
law, commer. όροι
 Spanish thesaurus
condiciones f
law Ciertos actos que una persona debe hacer, o no hacer, para ser puesto en libertad
condiciones de accidente
: 2 phrases in 2 subjects
Agriculture1
Politics1