Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Spanish
⇄
Greek
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
comunicación con
|
aviso
aviso
gen.
αγγελιοφόρο πλοίο
comp., MS
ειδοποίηση
;
ειδοποίηση
;
υπενθύμιση
environ.
αναγγελία
;
ανακοίνωση
;
γνωστοποίηση
forestr.
σήμα
insur.
προκαταβολική ενημέρωση για την πληρωμή των ασφαλίστρων
law gen.
νουθεσία
|
previo
previo
law
εκ των προτέρων
- only individual words found
Get short URL
|
Language Selection Tips