DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
comprobar
 Comprobar
fish.farm. Επαληθεύω
 comprobar
forestr. έλεγχος
el | contenido
 Contenido
comp., MS Περιεχόμενο
 contenido
comp., MS περιεχόμενο
environ. συγκέντρωση
IT el. στιγμιαία κατάσταση βάσης δεδομένων
law εύρος
met. περιεκτικότητα
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| oxígeno
 oxígeno
econ. οξυγόνο
| antes
 ante
industr. construct. δέρμα δορκάδος
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
entrar | en
 en
IT dat.proc. εν
| la
 Ello
med. αυτό
| zona
 zona
unions. met. χώρος εργασίας
- only individual words found

noun | verb | to phrases
comprobar m
forestr. έλεγχος m
comprobar v
IT εξελέγχω; επαληθεύω
Comprobar la exactitud de algo v
fish.farm. Επαληθεύω την ακρίβεια κάποιου γεγονότος
comprobar
: 18 phrases in 9 subjects
Communications1
Finances4
General2
Industry1
Information technology3
Law1
Mechanic engineering2
Metallurgy1
Transport3