DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
compresor m
gen. συμπιεστής
earth.sc., mech.eng. εγκατάσταση συμπιέσεως
el. συστολέας
mech.eng. συσκευή ενίσχυσης; διάταξη υπερτροφοδοσίας; εξοπλισμός υπερπλήρωσης; υπερσυμπιεστής; υπερτροφοδότης
med. συμπιεστική συσκευή; συμπιεσόμετρο; πιεστήριος μυς; σφιγκτήρ μυς
met. συμπιεστής ασετυλίνης για χαμηλές πιέσεις
transp., industr. αεροσυμπιεστής
compresor de pistón
: 1 phrase in 1 subject
Chemistry1