DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
compresor m
gen. συμπιεστής
earth.sc., mech.eng. εγκατάσταση συμπιέσεως
el. συστολέας
mech.eng. συσκευή ενίσχυσης; διάταξη υπερτροφοδοσίας; εξοπλισμός υπερπλήρωσης; υπερσυμπιεστής; υπερτροφοδότης
med. συμπιεστική συσκευή; συμπιεσόμετρο; πιεστήριος μυς; σφιγκτήρ μυς
met. συμπιεστής ασετυλίνης για χαμηλές πιέσεις
transp., industr. αεροσυμπιεστής
compresor
: 175 phrases in 12 subjects
Agriculture3
Chemistry14
Earth sciences27
Electronics22
Energy industry1
Environment2
Industry4
Mechanic engineering64
Medical3
Natural sciences2
Technology1
Transport32