DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
compra v
econ. πράξη αγοράς
environ. αγορά; προμήθεια; αγορά/προμήθεια
comprar v
commun. αγοράζω; παραγγέλω σε μεγάλο αριθμό
compras v
med. οι προμήθειες που καταβάλλονται σε τρίτους για αγορές ή πωλήσεις που διενήργησαν για λογαριασμό της επιχείρησης
Comprar v
comp., MS Αγορά
compro v
fin. αγοράζω
compra
: 273 phrases in 23 subjects
Accounting1
Agriculture6
Commerce8
Communications3
Economy31
Energy industry4
Environment4
Finances132
Forestry3
General10
Immigration and citizenship1
Industry2
Information technology1
Insurance1
International trade2
Labor law1
Law10
Marketing22
Microsoft19
Politics4
Statistics2
Taxes4
Transport2