componente | |
gen. | εξάρτημα |
comp., MS | στοιχείο |
construct. | δομικό στοιχείο |
forestr. | μέρος συνόλου |
med. | συστατικό μόριο; συστατικό; συστατικό στοιχείο |
phys.sc. | συνιστώσα |
id | |
med. | άθροισμα βιοφόρων δευτέρου βαθμού |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
proceso | |
law | αντιδικία |
| |||
εξάρτημα | |||
στοιχείο | |||
δομικό στοιχείο | |||
μέρος συνόλου | |||
συστατικό μόριο; συστατικό; συστατικό στοιχείο | |||
συνιστώσα | |||
συστατικό μέρος |
componente fuera : 2 phrases in 2 subjects |
Communications | 1 |
Microsoft | 1 |