componente | |
gen. | εξάρτημα |
comp., MS | στοιχείο |
construct. | δομικό στοιχείο |
forestr. | μέρος συνόλου |
med. | συστατικό μόριο; συστατικό; συστατικό στοιχείο |
phys.sc. | συνιστώσα |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
onda ordinaria | |
commun. | κανονικό κύμα |
| |||
εξάρτημα | |||
στοιχείο | |||
δομικό στοιχείο | |||
μέρος συνόλου | |||
συστατικό μόριο; συστατικό; συστατικό στοιχείο | |||
συνιστώσα | |||
συστατικό μέρος |
componente de onda : 1 phrase in 1 subject |
Information technology | 1 |