DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
componente f
gen. εξάρτημα f
comp., MS στοιχείο m
construct. δομικό στοιχείο
forestr. μέρος συνόλου
med. συστατικό μόριο; συστατικό m; συστατικό στοιχείο
phys.sc. συνιστώσα f
transp., avia. συστατικό μέρος
componente de fuerza de
: 6 phrases in 1 subject
Mechanic engineering6