DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
competencia f
comp., MS τεχνογνωσία
econ. ανταγωνισμός
environ. οικονομικός ανταγωνισμός
lab.law. ικανότητα
law αρμοδιότητα; δικαιοδοσία
law, lab.law. εξειδικευμένη γνώση; δικαιοδοτική ικανότητα
life.sc. προσληπτικότητα
competencias f
law εξουσίες; αρμοδιότητες
competencia biológica f
environ. αγώνας για επιβίωση; βιολογικός ανταγωνισμός/αγώνας για επιβίωση
 Spanish thesaurus
competencia f
comp., MS Competency
law La habilidad de una persona de comprender y comunicarse, especialmente con respecto a participar en el juicio y para asistir a su abogado en su propia defensa
competencia por
: 18 phrases in 4 subjects
Education2
General5
Human rights activism1
Law10