Comité directivo | |
gen. | Οργανωτική επιτροπή; Οργανωτική επιτροπή |
comité directivo | |
gen. | διοικούσα επιτροπή; διοικούσα επιτροπή |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
ramo | |
agric. | τεμάχιο κορμού |
a | |
comp., MS | μέσος |
| |||
διοικούσα επιτροπή | |||
Διοίκηση; Διοικητικό Συμβούλιο | |||
| |||
Οργανωτική επιτροπή |
comité directivo de ramo o : 1 phrase in 1 subject |
Insurance | 1 |