DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
adjective | noun | to phrases
coda adj.
math. γραμμή αναμονής; Ουρά
codo adj.
gen. ακμή; ασυνέχεια γάστρας
agric. αγκώνας; γόνατο; ταρσός
agric., mech.eng. καμπύλη
el. καμπή διπολικής χαρακτηριστικής; καμπή χαρακτηρικής FET
hobby, agric. καμπύλη του αγκιστριού
mech.eng. καμπύλη μικρής ακτίνας; κεκαμμένος σωλήνας; λυγισμένος σωλήνας; σωλήνας με γωνία; κομβίο στροφάλου
met. πτύχωση
 Spanish thesaurus
CODA abbr.
abbr. Coordinadora de Organizaciones de Defensa Ambiental
coda
: 33 phrases in 11 subjects
Agriculture4
Chemistry1
Coal1
Electronics6
General1
Life sciences1
Mechanic engineering5
Medical9
Metallurgy2
Technology1
Transport2