| |||
καρύδι κοκκοφοίνικα; άλτης ο αμπελοφάγος (Rebenerdfloh) | |||
μυλοκόπι του Περού (Paralonchurus peruanus) | |||
κοκκοφοίνικας (Cocos nucifera L., Cocos nucifera) | |||
ινδική καρύδα | |||
ίνα κοκοφοίνικα; κόιρ | |||
| |||
οπτάνθραξ | |||
οπτάνθρακας | |||
κοκαΐνη; κωκ; οπτάνθρακας/κωκ/κοκαΐνη | |||
Spanish thesaurus | |||
| |||
Erythroxylon coca (используется для получения кокаина) |
coca : 106 phrases in 15 subjects |