clorhidrato | |
chem. | υδροχλωρική; χημική ένωση οργανικής βάσης με υδροχλώριο |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
P+ | |
commun. | Εποπτεία Ευρωπαϊκής Συμμετοχής |
| |||
υδροχλωρική; χημική ένωση οργανικής βάσης με υδροχλώριο |
clorhídrato de : 1 phrase in 1 subject |
Health care | 1 |