DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
cloaca f
environ. υπόνομος; οχετός εκκένωσης
health., anim.husb. αμάρα
med. κλοάκη (sinus urogenitalis); συριγγώδης πόρος του νεκρωμένου οστού που αποβάλλει το απόλυμα
nat.sc., agric. έδρα
cloaca
: 15 phrases in 5 subjects
Construction1
Environment4
Health care5
Medical3
Municipal planning2