cisterna | |
gen. | δεξαμενή |
environ. | βυτιοφόρο; βυτιοφόρο |
med. | γαλακτοφόρος κόλπος |
mun.plan. | δεξαμενή απότομης εκροής; δεξαμενή καζανακιού λουτρού |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
| |||
δεξαμενή | |||
βυτιοφόρο; βυτιοφόρο φορτηγό | |||
γαλακτοφόρος κόλπος (sinus lactiferi) | |||
δεξαμενή απότομης εκροής; δεξαμενή καζανακιού λουτρού | |||
όχημα-δεξαμενή; βυτίο |
cisterna de : 23 phrases in 7 subjects |
Agriculture | 4 |
Chemistry | 2 |
Environment | 8 |
General | 1 |
Industry | 1 |
Mechanic engineering | 1 |
Transport | 6 |