DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
cierre m
agric., construct. αυλάκι ανοίγματος αρότρου
forestr. περίφραξη; φράκτης
cierre v
gen. θωράκιση
agric. τελειώνει την άροση; τελειώνει το όργωμα
earth.sc., el. διακοπή
el. κύκλωμα εγκλωβισμού; κύκλωμα μανδάλωσης
fin. τέλος της ημέρας
industr., construct. κλείστρο; φερμουάρ
industr., construct., met. συγκόλληση με σύντηξη; συγκόλληση; σφράγισμα
cerrado v
commun. σηνθήκη σήματος ON
med. κλειστός
transp., avia. κλειδωμένο; παγωμένο
cerrar v
comp., MS κλείνω
law, lab.law. κηρύσσω ανταπεργία
Cerrar v
comp., MS Κλείσιμο
cierre de seguridad
: 3 phrases in 1 subject
Commerce3