chaflán | |
chem. | γωνία λοξοτομής; γωνία πλαγιοκοπής; γωνιοτομή; λοξοτομή; τομή κατά λοξή γωνία |
industr. construct. | λοξότμητον; λοξή κοπή |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
corte | |
forestr. | τομή; εντομή πριονιού |
| |||
γωνία λοξοτομής; γωνία πλαγιοκοπής; γωνιοτομή; λοξοτομή; τομή κατά λοξή γωνία | |||
λοξότμητον; λοξή κοπή | |||
πεπλατυσμένος τροχός |
chaflán de : 1 phrase in 1 subject |
Metallurgy | 1 |