DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

verb | noun | to phrases
cesar v
insur., lab.law. θέτω σε παύση δραστηριότητας
law απολύω; απαλλάσσω κάποιον από τα καθήκοντα του; παύω κάποιον από την άσκηση των καθηκόντων του
cese v
gen. απαλλαγή καθηκόντων
law απαλλαγή εκ των καθηκόντων; απόλυση
law, econ. απολύω
law, lab.law. καταγγελία
cesado v
law, lab.law. παραιτηθείς
 Spanish thesaurus
CESE abbr.
abbr., org.name. Comité Económico y Social Europeo
cesar v
law Finalizar; cancelar
CESA abbr.
abbr. Compañía Española de Sistemas Aeronáuticos
cese de explotación
: 1 phrase in 1 subject
Finances1