DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | adjective | to phrases
certificado n
fin. τίτλος παραστατικός τίτλος
law έγγραφη βεβαίωση
certificado adj.
commun. δικαιολογητικό; κατατεθειμένο αντίτυπο
commun., IT πιστοποιητικό χρήστη
comp., MS πιστοποιητικό
ed. πιστοποιητικό περάτωσης των σπουδών; δίπλωμα
fin., IT ηλεκτρονικό πιστοποιητικό
law έγγραφη πιστοποίηση
nat.sc., agric. πιστοποιημένος
Certificados adj.
comp., MS Πιστοποιητικά
 Spanish thesaurus
certificado n
law Declarando que algo es verdadero o una reproducción exacta
certificado de acciones
: 1 phrase in 1 subject
Finances1