DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
certificación | para
 para
med. προς
 parar
transp. εξελέγχω; ελέγχω
 parir
fin. γεννώ
life.sc. anim.husb. σε προχωρημένη εγκυμοσύνη
 paro
econ. ανεργία
law gen. παύση
| la
 Ello
med. αυτό; εκείνο
| concesión
 concesión
environ. εκχώρηση
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| las
 Ello
med. αυτό
| prestaciones en especie
 prestación en especie
insur. social.sc. παροχή εις είδος
| a
 a
comp., MS μέσος
| los
 Ello
med. αυτό
| miembros de la familia
 miembro de la familia
comp., MS μέλος της οικογένειας
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| los
 Ello
med. αυτό
| titulares
 título
comp., MS τίτλος
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
pensión | o
 a
comp., MS μέσος
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| renta
 renta
fin. ομόλογα τοκοφόρα άνευ λήξεως
- only individual words found