Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Spanish
⇄
Greek
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
certificación
|
de
dé
earth.sc.
ηλεκτρόδιο σχήματος D
|
aptitud
aptitud
comp., MS
προσόν
lab.law.
ικανότητα
law lab.law.
αρμοδιότητα
social.sc.
δεξιότητα
;
επιτηδιότητα
tech. mater.sc.
εκπλήρωση συμβάσεως
transp.
ικανότητα ραδιοναυτιλίας
- only individual words found
Get short URL
|
Language Selection Tips