DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
cerco m
mech.eng. βραχιόλι
cerco v
mech.eng. σιδερένιος κρίκος
cercado v
agric. περίφραξη; περιμάνδρωση; φράκτης; μαντρωμένο αμπέλι; περιτοιχισμένος αμπελώνας; περιφραγμένος χώρος; περίφραγμα; περιφραγμένες επιφάνειες
cercar v
gen. εμπεριέχω; περιέχω; περιβάλλω; περιλαμβάνω; περιστοιχίζω
cerca v
agric. φράκτης
industr., construct. περίφραξη
cerco
: 69 phrases in 11 subjects
Agriculture25
Chemistry3
Demography1
Fish farming pisciculture22
General1
Industry7
Life sciences1
Materials science1
Mechanic engineering4
Natural sciences1
Transport3