DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
cemento v
gen. τσιμέντο,κονία
chem., construct. υδραυλικόν τσιμέντον
econ. τσιμέντο
environ. οδοντοκονία; θηραϊκή γη; στόκος
med. οδοντοκονία; οδοντοκονία της ρίζας των οδόντων (crusta osteoides); οστείνη ουσία (crusta osteoides); οστεοειδής βάσις των οδόντων; οδοντική βάσις (crusta radicis)
cementar v
construct. κονιαματοποιώ
cementado adj.
forestr. επιφανειακά σκληρυμένος
industr. τσιμέντωμα
cementado
: 124 phrases in 14 subjects
Agriculture4
Chemistry22
Coal2
Construction26
Earth sciences1
Environment5
Health care1
Industry30
Life sciences1
Mechanic engineering5
Medical3
Metallurgy10
Technology1
Transport13