duplex | |
commun. | αμφίδρομος |
dúplex | |
commun. | διπλή ταυτόχρονη επικοινωνία duplex; διπλή ταυτόχρονη λειτουργία; αμφίδρομη επικοινωνία; αμφίδρομη σύνδεση; ταυτόχρονη επικοινωνία |
el. | διπλοκατευθυντικός |
mech.eng. construct. | ομάδα δύο ανελκυστήρων |
a | |
comp., MS | μέσος |
Ello | |
med. | αυτό |
sosa | |
industr. construct. met. | οξείδιο του νατρίου |