DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
carrusel m
gen. καρουζέλ διαφανειών; κυκλική θήκη διαφανειών
energ.ind. περιστροφική μηχανή πλήρωσης
environ. κυκλοφερής οξειδωτική τάφρος
fin., tax. γαϊτανάκι
industr. Mηχανή που περιστρέφεται
carrusel
: 6 phrases in 6 subjects
Chemistry1
Environment1
Finances1
General1
Law1
Transport1