| |||
καρουζέλ διαφανειών; κυκλική θήκη διαφανειών | |||
περιστροφική μηχανή πλήρωσης | |||
κυκλοφερής οξειδωτική τάφρος | |||
γαϊτανάκι | |||
Mηχανή που περιστρέφεται |
carrusel : 6 phrases in 6 subjects |
Chemistry | 1 |
Environment | 1 |
Finances | 1 |
General | 1 |
Law | 1 |
Transport | 1 |