DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
carretilla f
commun., mech.eng. καροτσάκι
mater.sc., mech.eng. καροτσάκι σάκων; καροτσάκι σακιδίων
mech.eng. κυλιόμενο βαγονάκι; καρότσι; αντισταθμισμένο ανυψωτικό μηχάνημα για ανώμαλο έδαφος; ανυψωτικό μηχάνημα με ανοιχτά πηρούνια; ανυψωτικό μηχάνημα με εκτεινόμενους ιστό και πηρούνια; φορτηγό με πλατφόρμα; ανυψωτικό μηχάνημα με σκευοθήκες; γερανογέφυρα
nat.sc., agric. μηδική η πολύκαρπη (Medicago Lenticulata Willd., Medicago polymorpha L.)
transp. χειράμαξο
carretilla a
: 1 phrase in 1 subject
Natural sciences1